Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
accepted /əkˈsep.tɪd/ = ADJECTIVE: δεκτός; USER: δεκτός, αποδεκτή, δεκτή, δεκτές, αποδεκτές

GT GD C H L M O
activities /ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητες; USER: δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, τις δραστηριότητες, δραστηριότητες που, δραστηριότητές, δραστηριότητές

GT GD C H L M O
advertising /ˈadvərˌtīz/ = NOUN: διαφήμιση; ADJECTIVE: διαφημιστικός; USER: διαφήμιση, διαφημιστικά, διαφήμισης, διαφημίσεις, τη διαφήμιση

GT GD C H L M O
alfa = USER: άλφα, alfa, αλφα,

GT GD C H L M O
alpine /ˈæl.paɪn/ = ADJECTIVE: αλπικός; USER: αλπικός, αλπικό, Άλπεων, αλπικά, αλπική

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
argos = USER: argos, Άργος, αργος, Άργους, το Άργος

GT GD C H L M O
automobile /ˌôtəmōˈbēl/ = USER: αυτοκινήτων, αυτοκίνητο, αυτοκινήτου, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκινητοβιομηχανία

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
before /bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να; ADVERB: μπροστά, ενώπιο; PREPOSITION: μπροστά; USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από

GT GD C H L M O
box /bɒks/ = NOUN: κουτί, κιβώτιο, θεωρείο, κιβωτός, ράπισμα, κτύπημα; VERB: θέτω εις κιβώτιο, πυγμαχώ; USER: κουτί, κιβώτιο, πλαίσιο, παράθυρο, θέση

GT GD C H L M O
brochure /ˈbrəʊ.ʃər/ = NOUN: φυλλάδιο; USER: φυλλάδιο, Brochure, φυλλαδίου, έντυπο, ενημερωτικό φυλλάδιο

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
cabriolet /ˈkabrēəˌlā/ = NOUN: είδος άμαξας; USER: είδος άμαξας, Cabriolet, καμπριολέ, κάμπριο

GT GD C H L M O
campaign /kæmˈpeɪn/ = NOUN: εκστρατεία, καμπάνια, εξόρμηση; VERB: εκστρατεύω; USER: εκστρατεία, καμπάνια, εκστρατείας, καμπάνιας, εκστρατεία για

GT GD C H L M O
car /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκίνητό, το αυτοκίνητο

GT GD C H L M O
cars /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα, αυτοκινήτων, αυτοκίνητα που, οχήματα

GT GD C H L M O
chez

GT GD C H L M O
collaboration /kəˌlæb.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: συνεργασία, σύμπραξη; USER: συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, σύμπραξη

GT GD C H L M O
compact /kəmˈpækt/ = NOUN: συμπαγής, συμφωνία, συμβόλαιο, πουδριέρα, σύμβαση, θήκη πούδρας; ADJECTIVE: συμπαγός, πυκνός; VERB: συμπυκνώνω; USER: συμπαγής, συμπαγές, συμπαγή, compact, συμπαγείς

GT GD C H L M O
concept /ˈkɒn.sept/ = NOUN: έννοια, ιδέα, σχέδιο, γενική ιδέα; USER: έννοια, ιδέα, έννοιας, αντίληψη, έννοια της

GT GD C H L M O
coup /kuː/ = NOUN: πραξικόπημα, κτύπημα; USER: πραξικόπημα, πραξικοπήματος, χτύπημα, πραξικόπημα του, κίνημα

GT GD C H L M O
cx

GT GD C H L M O
d /əd/ = NOUN: ρε; USER: δ, d, Α, ϋ, ά

GT GD C H L M O
del /del/ = USER: del, Ντελ

GT GD C H L M O
design /dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση

GT GD C H L M O
designer /dɪˈzaɪ.nər/ = NOUN: σχεδιαστής; USER: σχεδιαστής, σχεδιαστή, σχεδιαστών, designer, ντιζάιν

GT GD C H L M O
director /daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος; USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη

GT GD C H L M O
education /ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εκπαίδευση, παιδεία, αγωγή, μόρφωση, διαπαιδαγώγηση, παιδαγώγηση; USER: εκπαίδευση, παιδεία, μόρφωση, εκπαίδευσης, της εκπαίδευσης

GT GD C H L M O
espace = USER: Espace, του Espace, το Espace, για Espace,

GT GD C H L M O
experience /ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική; VERB: λαμβάνω πείρα; USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών

GT GD C H L M O
ext /ɪkˈspresɪdʒ/ = USER: ext, εσωτ, εξωτ, Επεκτ, ΕΧΤ

GT GD C H L M O
exterior /ɪkˈstɪə.ri.ər/ = ADJECTIVE: εξωτερικός; NOUN: εξωτερική όψη; USER: εξωτερικός, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερικά, εξωτερικές

GT GD C H L M O
fiat /ˈfiː.æt/ = NOUN: διάταγμα, εξουσιοδότηση; USER: διάταγμα, εξουσιοδότηση, Fiat, της Fiat, η Fiat

GT GD C H L M O
followed /ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι; USER: ακολουθείται, ακολουθούμενη, ακολουθούμενο, ακολουθούνται, ακολούθησε

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
freelance /ˈfriː.lɑːns/ = USER: freelance, ανεξάρτητος, ελεύθερους, ελεύθερος, ανεξάρτητων

GT GD C H L M O
full /fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός; VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα; USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες

GT GD C H L M O
future /ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων; NOUN: μέλλοντας, μέλλο; USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών

GT GD C H L M O
futuristic /ˌfyo͞oCHəˈristik/ = USER: φουτουριστικό, φουτουριστική, φουτουριστικά, φουτουριστικές, το φουτουριστικό

GT GD C H L M O
german /ˈdʒɜː.mən/ = NOUN: Γερμανός, συγγενής εξ' αίματος; ADJECTIVE: γερμανικός; USER: Γερμανός, γερμανικός, german, Γερμανικά, γερμανική

GT GD C H L M O
golf /ɡɒlf/ = NOUN: γκολφ; USER: γκολφ, Golf, του γκολφ, σε golf, Γήπεδα γκολφ

GT GD C H L M O
gp /ˌdʒiːˈpiː/ = USER: gp, Ο.Ε., αρ, Γ.Π., γλυκοπρωτεΐνης

GT GD C H L M O
gt = USER: gt, κοχ, κοχ που, κ.ο.χ.

GT GD C H L M O
hardtop

GT GD C H L M O
illustration /ˌɪl.əˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: εικόνα, επεξήγηση, εικονογραφία, εικών; USER: εικόνα, επεξήγηση, εικονογράφηση, απεικονίσεων, απεικόνιση

GT GD C H L M O
illustrations /ˌɪl.əˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: εικόνα, επεξήγηση, εικονογραφία, εικών; USER: εικονογραφήσεις, απεικονίσεις, εικόνες, εικονογραφήσεων, εικονογράφηση

GT GD C H L M O
illustrator /ˈiləˌstrātər/ = NOUN: εικονογράφος; USER: εικονογράφος, Illustrator, εικονογράφηση, εικονογράφο, το Illustrator

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
interior /ɪnˈtɪə.ri.ər/ = NOUN: εσωτερικό; ADJECTIVE: εσωτερικός, ενδότερος; USER: εσωτερικό, εσωτερικός, Εσωτερικών, εσωτερική, εσωτερικού

GT GD C H L M O
internships /ˈɪn.tɜːn.ʃɪp/ = USER: πρακτικής άσκησης, Πρόγραμμα Πρακτικής Άσκησης, πρακτική άσκηση, Πρόγραμμα Πρακτικής, internships,

GT GD C H L M O
laguna = USER: laguna, για Laguna, λιμνοθάλασσα, Λαγκούνα,

GT GD C H L M O
layout /ˈleɪ.aʊt/ = NOUN: σχέδιο; USER: σχέδιο, διάταξη, διάταξης, διάρθρωση, τη διάταξη

GT GD C H L M O
life /laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή

GT GD C H L M O
mobile /ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος; USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών

GT GD C H L M O
monaco = NOUN: Μονακό; USER: Μονακό, monaco, μονακο, το Μονακό

GT GD C H L M O
mos

GT GD C H L M O
mot /mō/ = NOUN: ευφυολόγημα; USER: ευφυολόγημα, mot, ΚΤΕΟ, ΠΨ, ΜΟΤ,

GT GD C H L M O
motorcycles /ˈmōtərˌsīkəl/ = NOUN: μοτοσυκλέτα, αυτοκίνητο ποδήλατο; USER: μοτοσικλετών, μοτοσικλέτες, μοτοσυκλέτες, μοτοσυκλετών, τις μοτοσικλέτες

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
nov /nəʊˈvem.bər/ = USER: Νοέμβριος, Νοέμβριο, Νοέμβρης, Νοέμβρη, Νοέμ

GT GD C H L M O
oct /ɒkˈtəʊ.bər/ = USER: Οκτώβριος, Οκτώβριο, Οκτώβρης, Οκτ., Οκτ

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
p /piː/ = USER: p, π, σ, ρ, σ.

GT GD C H L M O
participating /pɑːˈtɪs.ɪ.peɪt/ = VERB: συμμετέχω, μετέχω, συμμερίζομαι; USER: συμμετέχοντα, συμμετέχουσες, συμμετέχουν, που συμμετέχουν, συμμετεχόντων

GT GD C H L M O
ph /ˌpiːˈeɪtʃ/ = USER: ph, ρΗ, τηλ, το pH, φ

GT GD C H L M O
present /ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν, παρών, δώρο, ενεστώς, ενεστώτας, πεσκέσι; ADJECTIVE: τωρινός; VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω; USER: παρουσιάζουν, παρουσιάσει, παρουσιάζει, υποβάλει, παρουσιάσουν

GT GD C H L M O
preview /ˈpriː.vjuː/ = NOUN: πρεμιέρα, προεπίδειξη κινηματογραφικής ταινίας, ανεπίσημη προβολή ταινίας; USER: Προεπισκόπηση, Προσεχώς, προεπισκόπησης

GT GD C H L M O
programs /ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα; VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω; USER: προγράμματα, προγραμμάτων, τα προγράμματα, των προγραμμάτων, προγράμματα που

GT GD C H L M O
project /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου

GT GD C H L M O
projects /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων

GT GD C H L M O
prototype /ˈprəʊ.tə.taɪp/ = NOUN: πρωτότυπο; USER: πρωτότυπο, πρωτοτύπου, πρότυπο, πρωτοτύπων, πρωτότυπου

GT GD C H L M O
r /ɑr/ = USER: r, Ε, Κ, ρ, ιη,

GT GD C H L M O
racecar = USER: αγωνιστικών, αγωνιστικών αυτοκινήτων, racecar, αγωνιστικό, μονοθέσιο

GT GD C H L M O
racoon /rækˈuːn/ = NOUN: ρακούν, προκύων; USER: ρακούν, προκύων, racoon,

GT GD C H L M O
range /reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα; VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές; USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος

GT GD C H L M O
reval = USER: Reval, νεφρικού, Ρεβάλ, του νεφρικού, Το Reval

GT GD C H L M O
reveal /rɪˈviːl/ = VERB: αποκαλύπτω, εμφανίζω; USER: αποκαλύπτουν, αποκαλύψουν, αποκαλύψει, αποκαλύπτει, φανερώνουν

GT GD C H L M O
roadrunner

GT GD C H L M O
romeo /ˈrōmēˌō/ = NOUN: Ρωμαίος; USER: Ρωμαίος, Romeo, Ο Romeo, τον Romeo

GT GD C H L M O
run /rʌn/ = NOUN: τρέξιμο, δρόμος; VERB: τρέχω, ρέω; USER: τρέχει, τρέχουν, τρέξει, εκτελέσετε, εκτελέστε, εκτελέστε

GT GD C H L M O
running /ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων; ADJECTIVE: τρεχάτος; USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
scale /skeɪl/ = NOUN: κλίμακα, ζυγαριά, κλίμαξ, λέπι, πλάστιγγα, ιεράρχηση, λέπιο; VERB: σκαλώνω, αναρριχώμαι; USER: κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, διαστάσεων, ζυγαριά

GT GD C H L M O
seat /siːt/ = NOUN: έδρα, κάθισμα, θέση, κατοικία; VERB: κάθωμαι, βάλλω κάποιον να καθήσει, καθίζω; USER: κάθισμα, έδρα, θέση, καθίσματος, έδρας

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
six /sɪks/ = USER: six-, six; USER: έξι, έξη, από έξι

GT GD C H L M O
societies /səˈsaɪ.ə.ti/ = NOUN: κοινωνία, εταιρία, σύλλογος, συντροφιά, αριστοκρατία; USER: κοινωνίες, κοινωνιών, τις κοινωνίες, των κοινωνιών, εταιρείες

GT GD C H L M O
space /speɪs/ = NOUN: χώρος, διάστημα, τόπος; VERB: αραιώνω; USER: διάστημα, χώρος, χώρο, χώρου, κόπηκε

GT GD C H L M O
special /ˈspeʃ.əl/ = ADJECTIVE: ειδικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, έκτακτος, συγκεκριμένος, εξαιρετικός; USER: ειδικός, ειδική, ειδικές, ειδικών, ειδικό, ειδικό

GT GD C H L M O
spider /ˈspaɪ.dər/ = NOUN: αράχνη; USER: αράχνη, Spider, αράχνης, αραχνών, της αράχνης

GT GD C H L M O
sport /spɔːt/ = NOUN: άθλημα, αθλητισμός, σπορ, διασκέδαση, ψυχαγωγία, σπορτ, παιγνίδι, χαρτοπαίκτης, αστείο; ADJECTIVE: φίλαθλος; VERB: παίζω, διασκεδάζω, επιδεικνύω, επιδεικνύομαι; USER: αθλητισμός, άθλημα, σπορ, αθλητισμού, αθλητισμό

GT GD C H L M O
starck = USER: starck, Σταρκ, Ο Starck,

GT GD C H L M O
study /ˈstʌd.i/ = NOUN: μελέτη, σπουδή, διάβασμα, σπουδαστήριο; VERB: μελετώ, σπουδάζω; USER: μελέτη, μελετήσει, τη μελέτη, μελετήσουν, σπουδάσουν, σπουδάσουν

GT GD C H L M O
text /tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα; USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
trophy /ˈtrəʊ.fi/ = NOUN: τρόπαιο; USER: τρόπαιο, έπαθλο, τροπαίου, τροπαίων, βραβείο, βραβείο

GT GD C H L M O
truck /trʌk/ = NOUN: φορτηγό, λαχανικά, φορτηγό μεγάλο, κάρρο μεγάλο, αυτοκίνητο μεγάλο; VERB: ανταλλάσω, μεταφέρω διά φορτηγού κάρρου; USER: φορτηγό, φορτηγών, όχημα, φορτηγού, οχήματος

GT GD C H L M O
turin = NOUN: Τουρίνο; USER: Τουρίνο, Τορίνο, turin, Τορίνου

GT GD C H L M O
twin /twɪn/ = NOUN: δίδυμο; ADJECTIVE: δίδυμος; USER: δίδυμο, δίδυμος, Twin, μονά, δύο μονά

GT GD C H L M O
uno /ˌnʌm.bə ˈwʌn/ = ABBREVIATION: ΟΗΕ, Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών; USER: ΟΗΕ, uno, Ο.Η.Ε., ΟΕΕ

GT GD C H L M O
v /viː/ = USER: v, κατά, ν

GT GD C H L M O
vp /ˌviːˈpiː/ = USER: vp, νρ, Αντιπρόεδρος, ΑΠ, Αντιπρόεδρο

GT GD C H L M O
vw /ˈvʌl.və/ = USER: vw, της VW, η VW, αυτοκίνητα vw, σύμβολο vw,

GT GD C H L M O
w /ˈdʌb·əl·ju/ = USER: w, β, Δ, ν, βάρος,

GT GD C H L M O
weekly /ˈwiː.kli/ = ADJECTIVE: εβδομαδιαίος; NOUN: εβδομαδιαία εφημερίδα; ADVERB: καθ' εβδομάδα; USER: εβδομαδιαίος, εβδομαδιαίες, εβδομαδιαία, εβδομαδιαίο, εβδομαδιαίας

GT GD C H L M O
wheeler //ˈ(h)wēlər/ = NOUN: τροχοφόρος, κυλίων, κινούμενος επί τροχών, κινούμενος διά τροχών; USER: Γουίλερ, Wheeler, τροχών, πολυάσχολος

GT GD C H L M O
wind /wɪnd/ = NOUN: άνεμος, αέρας, στροφή; VERB: ελίσσομαι, ανεμίζω, κουρδίζω, στρέφω, ελίσσω, περιτυλίσσω, περιτυλίσσομαι, χορδίζω; USER: άνεμος, αέρας, ανέμου, αιολική, άνεμο

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
without /wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν; ADVERB: έξω; USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την

GT GD C H L M O
work /wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά; VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

GT GD C H L M O
yrs = USER: ετών, yrs, έτη, χρ.

GT GD C H L M O
z /zi/ = USER: z, ζ, το Ω, φ, το Ζ,

116 words