Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
accepted
/əkˈsep.tɪd/ = ADJECTIVE: δεκτός;
USER: δεκτός, αποδεκτή, δεκτή, δεκτές, αποδεκτές
GT
GD
C
H
L
M
O
activities
/ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητες;
USER: δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, τις δραστηριότητες, δραστηριότητες που, δραστηριότητές, δραστηριότητές
GT
GD
C
H
L
M
O
advertising
/ˈadvərˌtīz/ = NOUN: διαφήμιση;
ADJECTIVE: διαφημιστικός;
USER: διαφήμιση, διαφημιστικά, διαφήμισης, διαφημίσεις, τη διαφήμιση
GT
GD
C
H
L
M
O
alfa
= USER: άλφα, alfa, αλφα,
GT
GD
C
H
L
M
O
alpine
/ˈæl.paɪn/ = ADJECTIVE: αλπικός;
USER: αλπικός, αλπικό, Άλπεων, αλπικά, αλπική
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
argos
= USER: argos, Άργος, αργος, Άργους, το Άργος
GT
GD
C
H
L
M
O
automobile
/ˌôtəmōˈbēl/ = USER: αυτοκινήτων, αυτοκίνητο, αυτοκινήτου, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκινητοβιομηχανία
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
before
/bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να;
ADVERB: μπροστά, ενώπιο;
PREPOSITION: μπροστά;
USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από
GT
GD
C
H
L
M
O
box
/bɒks/ = NOUN: κουτί, κιβώτιο, θεωρείο, κιβωτός, ράπισμα, κτύπημα;
VERB: θέτω εις κιβώτιο, πυγμαχώ;
USER: κουτί, κιβώτιο, πλαίσιο, παράθυρο, θέση
GT
GD
C
H
L
M
O
brochure
/ˈbrəʊ.ʃər/ = NOUN: φυλλάδιο;
USER: φυλλάδιο, Brochure, φυλλαδίου, έντυπο, ενημερωτικό φυλλάδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
cabriolet
/ˈkabrēəˌlā/ = NOUN: είδος άμαξας;
USER: είδος άμαξας, Cabriolet, καμπριολέ, κάμπριο
GT
GD
C
H
L
M
O
campaign
/kæmˈpeɪn/ = NOUN: εκστρατεία, καμπάνια, εξόρμηση;
VERB: εκστρατεύω;
USER: εκστρατεία, καμπάνια, εκστρατείας, καμπάνιας, εκστρατεία για
GT
GD
C
H
L
M
O
car
/kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα;
USER: αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκίνητό, το αυτοκίνητο
GT
GD
C
H
L
M
O
cars
/kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα;
USER: αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα, αυτοκινήτων, αυτοκίνητα που, οχήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
chez
GT
GD
C
H
L
M
O
collaboration
/kəˌlæb.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: συνεργασία, σύμπραξη;
USER: συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, σύμπραξη
GT
GD
C
H
L
M
O
compact
/kəmˈpækt/ = NOUN: συμπαγής, συμφωνία, συμβόλαιο, πουδριέρα, σύμβαση, θήκη πούδρας;
ADJECTIVE: συμπαγός, πυκνός;
VERB: συμπυκνώνω;
USER: συμπαγής, συμπαγές, συμπαγή, compact, συμπαγείς
GT
GD
C
H
L
M
O
concept
/ˈkɒn.sept/ = NOUN: έννοια, ιδέα, σχέδιο, γενική ιδέα;
USER: έννοια, ιδέα, έννοιας, αντίληψη, έννοια της
GT
GD
C
H
L
M
O
coup
/kuː/ = NOUN: πραξικόπημα, κτύπημα;
USER: πραξικόπημα, πραξικοπήματος, χτύπημα, πραξικόπημα του, κίνημα
GT
GD
C
H
L
M
O
cx
GT
GD
C
H
L
M
O
d
/əd/ = NOUN: ρε;
USER: δ, d, Α, ϋ, ά
GT
GD
C
H
L
M
O
del
/del/ = USER: del, Ντελ
GT
GD
C
H
L
M
O
design
/dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση
GT
GD
C
H
L
M
O
designer
/dɪˈzaɪ.nər/ = NOUN: σχεδιαστής;
USER: σχεδιαστής, σχεδιαστή, σχεδιαστών, designer, ντιζάιν
GT
GD
C
H
L
M
O
director
/daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος;
USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη
GT
GD
C
H
L
M
O
education
/ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εκπαίδευση, παιδεία, αγωγή, μόρφωση, διαπαιδαγώγηση, παιδαγώγηση;
USER: εκπαίδευση, παιδεία, μόρφωση, εκπαίδευσης, της εκπαίδευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
espace
= USER: Espace, του Espace, το Espace, για Espace,
GT
GD
C
H
L
M
O
experience
/ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική;
VERB: λαμβάνω πείρα;
USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών
GT
GD
C
H
L
M
O
ext
/ɪkˈspresɪdʒ/ = USER: ext, εσωτ, εξωτ, Επεκτ, ΕΧΤ
GT
GD
C
H
L
M
O
exterior
/ɪkˈstɪə.ri.ər/ = ADJECTIVE: εξωτερικός;
NOUN: εξωτερική όψη;
USER: εξωτερικός, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερικά, εξωτερικές
GT
GD
C
H
L
M
O
fiat
/ˈfiː.æt/ = NOUN: διάταγμα, εξουσιοδότηση;
USER: διάταγμα, εξουσιοδότηση, Fiat, της Fiat, η Fiat
GT
GD
C
H
L
M
O
followed
/ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι;
USER: ακολουθείται, ακολουθούμενη, ακολουθούμενο, ακολουθούνται, ακολούθησε
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
freelance
/ˈfriː.lɑːns/ = USER: freelance, ανεξάρτητος, ελεύθερους, ελεύθερος, ανεξάρτητων
GT
GD
C
H
L
M
O
full
/fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός;
VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα;
USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες
GT
GD
C
H
L
M
O
future
/ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων;
NOUN: μέλλοντας, μέλλο;
USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
GT
GD
C
H
L
M
O
futuristic
/ˌfyo͞oCHəˈristik/ = USER: φουτουριστικό, φουτουριστική, φουτουριστικά, φουτουριστικές, το φουτουριστικό
GT
GD
C
H
L
M
O
german
/ˈdʒɜː.mən/ = NOUN: Γερμανός, συγγενής εξ' αίματος;
ADJECTIVE: γερμανικός;
USER: Γερμανός, γερμανικός, german, Γερμανικά, γερμανική
GT
GD
C
H
L
M
O
golf
/ɡɒlf/ = NOUN: γκολφ;
USER: γκολφ, Golf, του γκολφ, σε golf, Γήπεδα γκολφ
GT
GD
C
H
L
M
O
gp
/ˌdʒiːˈpiː/ = USER: gp, Ο.Ε., αρ, Γ.Π., γλυκοπρωτεΐνης
GT
GD
C
H
L
M
O
gt
= USER: gt, κοχ, κοχ που, κ.ο.χ.
GT
GD
C
H
L
M
O
hardtop
GT
GD
C
H
L
M
O
illustration
/ˌɪl.əˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: εικόνα, επεξήγηση, εικονογραφία, εικών;
USER: εικόνα, επεξήγηση, εικονογράφηση, απεικονίσεων, απεικόνιση
GT
GD
C
H
L
M
O
illustrations
/ˌɪl.əˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: εικόνα, επεξήγηση, εικονογραφία, εικών;
USER: εικονογραφήσεις, απεικονίσεις, εικόνες, εικονογραφήσεων, εικονογράφηση
GT
GD
C
H
L
M
O
illustrator
/ˈiləˌstrātər/ = NOUN: εικονογράφος;
USER: εικονογράφος, Illustrator, εικονογράφηση, εικονογράφο, το Illustrator
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
interior
/ɪnˈtɪə.ri.ər/ = NOUN: εσωτερικό;
ADJECTIVE: εσωτερικός, ενδότερος;
USER: εσωτερικό, εσωτερικός, Εσωτερικών, εσωτερική, εσωτερικού
GT
GD
C
H
L
M
O
internships
/ˈɪn.tɜːn.ʃɪp/ = USER: πρακτικής άσκησης, Πρόγραμμα Πρακτικής Άσκησης, πρακτική άσκηση, Πρόγραμμα Πρακτικής, internships,
GT
GD
C
H
L
M
O
laguna
= USER: laguna, για Laguna, λιμνοθάλασσα, Λαγκούνα,
GT
GD
C
H
L
M
O
layout
/ˈleɪ.aʊt/ = NOUN: σχέδιο;
USER: σχέδιο, διάταξη, διάταξης, διάρθρωση, τη διάταξη
GT
GD
C
H
L
M
O
life
/laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή
GT
GD
C
H
L
M
O
mobile
/ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος;
USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών
GT
GD
C
H
L
M
O
monaco
= NOUN: Μονακό;
USER: Μονακό, monaco, μονακο, το Μονακό
GT
GD
C
H
L
M
O
mos
GT
GD
C
H
L
M
O
mot
/mō/ = NOUN: ευφυολόγημα;
USER: ευφυολόγημα, mot, ΚΤΕΟ, ΠΨ, ΜΟΤ,
GT
GD
C
H
L
M
O
motorcycles
/ˈmōtərˌsīkəl/ = NOUN: μοτοσυκλέτα, αυτοκίνητο ποδήλατο;
USER: μοτοσικλετών, μοτοσικλέτες, μοτοσυκλέτες, μοτοσυκλετών, τις μοτοσικλέτες
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
nov
/nəʊˈvem.bər/ = USER: Νοέμβριος, Νοέμβριο, Νοέμβρης, Νοέμβρη, Νοέμ
GT
GD
C
H
L
M
O
oct
/ɒkˈtəʊ.bər/ = USER: Οκτώβριος, Οκτώβριο, Οκτώβρης, Οκτ., Οκτ
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
p
/piː/ = USER: p, π, σ, ρ, σ.
GT
GD
C
H
L
M
O
participating
/pɑːˈtɪs.ɪ.peɪt/ = VERB: συμμετέχω, μετέχω, συμμερίζομαι;
USER: συμμετέχοντα, συμμετέχουσες, συμμετέχουν, που συμμετέχουν, συμμετεχόντων
GT
GD
C
H
L
M
O
ph
/ˌpiːˈeɪtʃ/ = USER: ph, ρΗ, τηλ, το pH, φ
GT
GD
C
H
L
M
O
present
/ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν, παρών, δώρο, ενεστώς, ενεστώτας, πεσκέσι;
ADJECTIVE: τωρινός;
VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω;
USER: παρουσιάζουν, παρουσιάσει, παρουσιάζει, υποβάλει, παρουσιάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
preview
/ˈpriː.vjuː/ = NOUN: πρεμιέρα, προεπίδειξη κινηματογραφικής ταινίας, ανεπίσημη προβολή ταινίας;
USER: Προεπισκόπηση, Προσεχώς, προεπισκόπησης
GT
GD
C
H
L
M
O
programs
/ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα;
VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω;
USER: προγράμματα, προγραμμάτων, τα προγράμματα, των προγραμμάτων, προγράμματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
project
/ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα;
VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω;
USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου
GT
GD
C
H
L
M
O
projects
/ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα;
VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω;
USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων
GT
GD
C
H
L
M
O
prototype
/ˈprəʊ.tə.taɪp/ = NOUN: πρωτότυπο;
USER: πρωτότυπο, πρωτοτύπου, πρότυπο, πρωτοτύπων, πρωτότυπου
GT
GD
C
H
L
M
O
r
/ɑr/ = USER: r, Ε, Κ, ρ, ιη,
GT
GD
C
H
L
M
O
racecar
= USER: αγωνιστικών, αγωνιστικών αυτοκινήτων, racecar, αγωνιστικό, μονοθέσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
racoon
/rækˈuːn/ = NOUN: ρακούν, προκύων;
USER: ρακούν, προκύων, racoon,
GT
GD
C
H
L
M
O
range
/reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα;
VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές;
USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος
GT
GD
C
H
L
M
O
reval
= USER: Reval, νεφρικού, Ρεβάλ, του νεφρικού, Το Reval
GT
GD
C
H
L
M
O
reveal
/rɪˈviːl/ = VERB: αποκαλύπτω, εμφανίζω;
USER: αποκαλύπτουν, αποκαλύψουν, αποκαλύψει, αποκαλύπτει, φανερώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
roadrunner
GT
GD
C
H
L
M
O
romeo
/ˈrōmēˌō/ = NOUN: Ρωμαίος;
USER: Ρωμαίος, Romeo, Ο Romeo, τον Romeo
GT
GD
C
H
L
M
O
run
/rʌn/ = NOUN: τρέξιμο, δρόμος;
VERB: τρέχω, ρέω;
USER: τρέχει, τρέχουν, τρέξει, εκτελέσετε, εκτελέστε, εκτελέστε
GT
GD
C
H
L
M
O
running
/ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων;
ADJECTIVE: τρεχάτος;
USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
scale
/skeɪl/ = NOUN: κλίμακα, ζυγαριά, κλίμαξ, λέπι, πλάστιγγα, ιεράρχηση, λέπιο;
VERB: σκαλώνω, αναρριχώμαι;
USER: κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, διαστάσεων, ζυγαριά
GT
GD
C
H
L
M
O
seat
/siːt/ = NOUN: έδρα, κάθισμα, θέση, κατοικία;
VERB: κάθωμαι, βάλλω κάποιον να καθήσει, καθίζω;
USER: κάθισμα, έδρα, θέση, καθίσματος, έδρας
GT
GD
C
H
L
M
O
show
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
six
/sɪks/ = USER: six-, six;
USER: έξι, έξη, από έξι
GT
GD
C
H
L
M
O
societies
/səˈsaɪ.ə.ti/ = NOUN: κοινωνία, εταιρία, σύλλογος, συντροφιά, αριστοκρατία;
USER: κοινωνίες, κοινωνιών, τις κοινωνίες, των κοινωνιών, εταιρείες
GT
GD
C
H
L
M
O
space
/speɪs/ = NOUN: χώρος, διάστημα, τόπος;
VERB: αραιώνω;
USER: διάστημα, χώρος, χώρο, χώρου, κόπηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
special
/ˈspeʃ.əl/ = ADJECTIVE: ειδικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, έκτακτος, συγκεκριμένος, εξαιρετικός;
USER: ειδικός, ειδική, ειδικές, ειδικών, ειδικό, ειδικό
GT
GD
C
H
L
M
O
spider
/ˈspaɪ.dər/ = NOUN: αράχνη;
USER: αράχνη, Spider, αράχνης, αραχνών, της αράχνης
GT
GD
C
H
L
M
O
sport
/spɔːt/ = NOUN: άθλημα, αθλητισμός, σπορ, διασκέδαση, ψυχαγωγία, σπορτ, παιγνίδι, χαρτοπαίκτης, αστείο;
ADJECTIVE: φίλαθλος;
VERB: παίζω, διασκεδάζω, επιδεικνύω, επιδεικνύομαι;
USER: αθλητισμός, άθλημα, σπορ, αθλητισμού, αθλητισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
starck
= USER: starck, Σταρκ, Ο Starck,
GT
GD
C
H
L
M
O
study
/ˈstʌd.i/ = NOUN: μελέτη, σπουδή, διάβασμα, σπουδαστήριο;
VERB: μελετώ, σπουδάζω;
USER: μελέτη, μελετήσει, τη μελέτη, μελετήσουν, σπουδάσουν, σπουδάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
text
/tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα;
USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
trophy
/ˈtrəʊ.fi/ = NOUN: τρόπαιο;
USER: τρόπαιο, έπαθλο, τροπαίου, τροπαίων, βραβείο, βραβείο
GT
GD
C
H
L
M
O
truck
/trʌk/ = NOUN: φορτηγό, λαχανικά, φορτηγό μεγάλο, κάρρο μεγάλο, αυτοκίνητο μεγάλο;
VERB: ανταλλάσω, μεταφέρω διά φορτηγού κάρρου;
USER: φορτηγό, φορτηγών, όχημα, φορτηγού, οχήματος
GT
GD
C
H
L
M
O
turin
= NOUN: Τουρίνο;
USER: Τουρίνο, Τορίνο, turin, Τορίνου
GT
GD
C
H
L
M
O
twin
/twɪn/ = NOUN: δίδυμο;
ADJECTIVE: δίδυμος;
USER: δίδυμο, δίδυμος, Twin, μονά, δύο μονά
GT
GD
C
H
L
M
O
uno
/ˌnʌm.bə ˈwʌn/ = ABBREVIATION: ΟΗΕ, Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών;
USER: ΟΗΕ, uno, Ο.Η.Ε., ΟΕΕ
GT
GD
C
H
L
M
O
v
/viː/ = USER: v, κατά, ν
GT
GD
C
H
L
M
O
vp
/ˌviːˈpiː/ = USER: vp, νρ, Αντιπρόεδρος, ΑΠ, Αντιπρόεδρο
GT
GD
C
H
L
M
O
vw
/ˈvʌl.və/ = USER: vw, της VW, η VW, αυτοκίνητα vw, σύμβολο vw,
GT
GD
C
H
L
M
O
w
/ˈdʌb·əl·ju/ = USER: w, β, Δ, ν, βάρος,
GT
GD
C
H
L
M
O
weekly
/ˈwiː.kli/ = ADJECTIVE: εβδομαδιαίος;
NOUN: εβδομαδιαία εφημερίδα;
ADVERB: καθ' εβδομάδα;
USER: εβδομαδιαίος, εβδομαδιαίες, εβδομαδιαία, εβδομαδιαίο, εβδομαδιαίας
GT
GD
C
H
L
M
O
wheeler
//ˈ(h)wēlər/ = NOUN: τροχοφόρος, κυλίων, κινούμενος επί τροχών, κινούμενος διά τροχών;
USER: Γουίλερ, Wheeler, τροχών, πολυάσχολος
GT
GD
C
H
L
M
O
wind
/wɪnd/ = NOUN: άνεμος, αέρας, στροφή;
VERB: ελίσσομαι, ανεμίζω, κουρδίζω, στρέφω, ελίσσω, περιτυλίσσω, περιτυλίσσομαι, χορδίζω;
USER: άνεμος, αέρας, ανέμου, αιολική, άνεμο
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
without
/wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν;
ADVERB: έξω;
USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την
GT
GD
C
H
L
M
O
work
/wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά;
VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
years
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών
GT
GD
C
H
L
M
O
yrs
= USER: ετών, yrs, έτη, χρ.
GT
GD
C
H
L
M
O
z
/zi/ = USER: z, ζ, το Ω, φ, το Ζ,
116 words